πανταχούσα

πανταχούσα
η порицание, выговор (чаще е письменной форме)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πανταχούσα" в других словарях:

  • πανταχούσα — η (από τοπ. επίρρ. απανταχού) 1. εγκύκλιος πατριάρχη ή μητροπολίτη προς τους κατώτερους κληρικούς ή τους χριστιανούς. 2. επιστολή με αυστηρό περιεχόμενο: Μας έστειλε μια πανταχούσα, όπου μας τα ψέλνει κανονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανταχούσα — η η απανταχούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχούσα με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

  • -ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… …   Dictionary of Greek

  • πανδεκτική — η εγκύκλιος πατριάρχη ή μητροπολίτη η οποία απευθύνεται σε όλους τους κληρικούς και τους λαϊκούς τής δικαιοδοσίας του, αλλ. (α)πανταχούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • pantahuză — PANTAHÚZĂ, pantahuze, s.f. (Astăzi fam. şi depr.) Listă de subscripţie cu care se strâng bani pentru clădirea sau pentru repararea unei biserici, pentru o operă de binefacere etc. – Din ngr. pantahúsa. Trimis de valeriu, 03.02.2004. Sursa: DEX 98 …   Dicționar Român

  • απανταχούσα — απανταχούσα, η και πανταχούσα, η 1. εγκύκλιος ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής. 2. (μτφ.), μακρά και έντονη επιτίμηση: Πήρα σήμερα από το νομάρχη μιαν απανταχούσα που με στενοχώρησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»